παθητοαπαθής

παθητοαπαθής
παθητοαπαθής, -ές (Μ)
(για τη σύνθετη φύση τού Χριστού) αυτός που και πάσχει και δεν πάσχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθητικός + ἀπαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”